συγχρώννυμι

συγχρώννυμι
Μ
(κυρίως σχετικά με ζωγραφικό πίνακα) δίνω σε κάποιον ή σε κάτι το ίδιο χρώμα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + χρώννυμι «χρωματίζω» (< χρώς, χρωτός «χρώμα»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”